- υποπυθμιδιος
- ὑποπυθμίδιοςὑπο-πυθμίδιος3(ῐδ) находящийся на дне
(σπονδή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σπονδή Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποπυθμίδιος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) ὑποπύθμην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπύθμ ην + επίθημα ίδιος (πρβλ. αιφν ίδιος)] … Dictionary of Greek
ὑποπυθμίδιον — ὑποπυθμίδιος at the bottom of the vessel masc acc sg ὑποπυθμίδιος at the bottom of the vessel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)